μείζων

μείζων
(-όνος), ων, ον
1) больший; 2) более значительный; 3) муз. мажорный; § κατά μείζονα λόγον тем более

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μείζων" в других словарях:

  • μείζων — ον, θηλ. και μείζονα (ΑM μείζων, ον και μειζότερος, Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. μέζων, δωρ. τ. μέσδων, βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, έρα, ον) 1. ο μεγαλύτερων διαστάσεων, περισσότερος από το συνηθισμένο ή από όσο πρέπει 2. μεγαλύτερος …   Dictionary of Greek

  • μείζων — μέγας big masc/fem nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • болии — (болии1300) сравн. степ. 1.Больший по величине: и тако нали˫аша кандила вьсѩ. и избысѩ ѥго больша˫а часть. ЖФП XII, 53в; твоѥ чрѣво бѣ всѣхъ болѥ. СбТр XII/XIII, 15; аще и наводненьемь. или проданьемь. или проль˫аньемь рѣкы больши буде(т) нива.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… …   Dictionary of Greek

  • λήμμα — Το αποκομιζόμενο εισόδημα, η πρόσοδος, το κέρδος. Στη Λογική, λ. ονομάζεται η μείζων πρόταση από την οποία δημιουργείται το συμπέρασμα, ενώ οι λεξικογράφοι ονομάζουν λ. τον αρχικό τύπο στον οποίο υπάγεται η τυπολογική και σημασιολογική πραγματεία …   Dictionary of Greek

  • μειζότερος — μειζότερος, έρα, ον (ΑM, Α και μειζονώτερος, έρα, ον, Μ και μειζονότερος, έρα, ον) βλ. μείζων. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. μείζων] …   Dictionary of Greek

  • ολίζων — Πόλη της θεσσαλικής Μαγνησίας, που αναφέρεται στον κατάλογο της Ιλιάδας. Ο Στράβων αναφέρει επίσης ότι ο Δημήτριος ο Πολιορκητής την είχε υπαγάγει στη Δημητριάδα, μαζί με υπόλοιπα παραλιακά χωριά του Παγασητικού κόλπου. * * * ὀλίζων και ὀλείζων,… …   Dictionary of Greek

  • οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Вячеслав — лат. Venceslaus (из др. чеш. *vęčeslavъ), чеш. Vaclav восходят в своей первой части к праслав. *vęti̯e , др. русск. вяче больше , ст. слав. вѩште, вѩштии μείζων (Супр.), болг. веке больше , сербохорв. ве̏ħ уже, но , словен. več, чеш. vice, слвц …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Virtue — (Latin virtus ; Greek Polytonic|ἀρετή) is moral excellence. Personal virtues are characteristics valued as promoting individual and collective well being, and thus good by definition. The opposite of virtue is vice.Etymologically the word virtue… …   Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»